Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
m. e adj. O que ignora; que não tem instrucção. Estúpido. Analphabeto. (Lat. ignorans)
ignorante
adj+s m+f (lat ignorante)
1 Que, ou quem ignora.
2 Que, ou pessoa que não tem instrução; inculto, iletrado.
3 Que, ou quem não tem conhecimento de determinada coisa.
4 Inábil.
ignorante
adj.2g.
(-sXV cf. FichIVPM)
1
que desconhece a existência de algo; que não está a par de alguma coisa
um povo ainda i. da escrita
2
que denota a ignorância do autor ou daquele que é responsável por uma obra
um livro i. um filme i.
3
sem malícia; puro, inocente
uma alma cândida, i.
n
adj.2g.s.2g.
4
que ou quem não tem conhecimento por não ter estudado, praticado ou experimentado; incompetente, inexperiente
i. em matemática não passa de um i.
5
mal-educado, grosseiro; pretensioso, presunçoso
maneiras i. é um i. que se acredita dono da verdade
-etim
lat.
ignórans,ántis
part.pres. do v.lat.
ignoráre
'não saber, ignorar'; ver
-gno-
-sin/var
ver sinonímia de
bronco
e antonímia de
devasso
e
experiente
-ant
civilizado, sabedor; ver tb. antonímia de
tolo
e sinonímia de
devasso
e
experiente